κεφαληγερέταν

κεφαληγερέταν
κεφαληγερέτᾱν , κεφαληγερέτης
head-collector
masc acc sg (epic doric aeolic)
κεφαληγερέτης
head-collector
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”